Ελευθεροτυπία 09/12/1997

Από τη Σαλονίκη με …μουσική!

Από τη Θεσσαλονίκη έρχονται δυο πρόσφατες δισκογραφικές εκδόσεις που πραγματικά ξεχωρίζουν τόσο στο περιεχόμενο όσο και στην όλη παρουσίαση. Η παραγωγή φέρνει τη σφραγίδα του «Μύλου» κι εντάσσεται στην πολύπλευρη δραστηριότητα του πολιτιστικού αυτού χώρου, που έδωσε μια νέα πνοή στη μουσική και πολιτιστική ζωή της πόλης.
Η πρώτη έκδοση, κάτω από το γενικό τίτλο «Με τέχνη και με πάθος», περιλαμβάνει δέκα λαϊκά τραγούδια τα οποία έχουν επιλεγεί από αυτά που έχουν γράψει ο Σταύρος Κουγιουμτζής και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος.

Δημιουργοί με «εκλεκτική συγγένεια» και βαθιά βιωματική σχέση με το λαϊκό τραγούδι, που τους οδηγεί να μην περιορίζονται μόνο στο ρόλο του «συνθέτη» (ο ένας) και του «στιχουργού» (ο άλλος), αλλά να διοχετεύσουν την εκφραστικότητά τους και στην …αντίπερα όχθη. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ο Χριστιανόπουλος συνέθεσε συνολικά τριάντα τρία τραγούδια, γράφοντας ταυτόχρονα τη μουσική και τους στίχους, ενώ ο Κουγιουμτζής επανειλημμένα έχει στηρίξει ορισμένα από τα ωραιότερα τραγούδια του πάνω σε δικά του ποιητικά κείμενα. Υπήρξε, λοιπόν, πετυχημένη η ιδέα να συγκεντρωθούν σ’ ένα δίσκο ορισμένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα που προέκυψαν τόσο από την προσωπική ενασχόληση του καθενός με το τραγούδι όσο και από τη συνεργασία τους.

Από τη στήλη αυτή έχουμε αναφερθεί και παλαιότερα στις αρετές, τη λιτότητα και την ευγένεια που διακρίνουν το έργο του Κουγιουμτζή, καθώς και στην εξαιρετική γοητεία που αποπνέουν τ’ «ανήσυχα και παθητικά» τραγούδια του Χριστιανόπουλου στη συλλογή «Το αιώνιο παράπονο».

Τις αρετές αυτές ξαναβρίσκουμε στη νέα έκδοση σ’ ένα καινούριο, πετυχημένο «χαρμάνι», μέσα από μελωδίες απλές αλλά ευαίσθητες και ευρηματικές, που πατάνε στέρεα στους ρυθμούς και τ’ ακούσματα της παράδοσης των ρεμπέτικων και των παλιών λαϊκών για να σμίξουν με τους στίχους εις σάρκαν μίαν, εκφράζοντας πάθη τόσο παλιά όσο και σημερινά.

Συνδετικός κρίκος, η φωνή και οι ερμηνείες του Δημήτρη Νικολούδη, που αποδεικνύουν τη λεπτή αίσθηση αλλά και την εσωτερική δύναμη των τραγουδιών, προστατεύοντάς τα από έναν «αισθησιασμό» που θ’ αποπροσανατόλιζε τη βαθύτερη αλήθεια τους. Φωνή αντρίκια και καθαρή, σε ερμηνείες εύπλαστες και «δωρικές». Στην όλη αίσθηση έρχεται ν’ αναβαπτιστεί και ο Μανώλης Μητσιάς, ως φιλοξενούμενος τραγουδιστής με μια θαυμάσια εκτέλεση στο «Βαρδάρι» του Χριστιανόπουλου.

Τέλος ιδιαίτερα αξίζει να σημειωθεί η λιτή και στέρεη ενορχήστρωση του Στάθη Σαββίδη, που υπογραμμίζει τις λαϊκές καταβολές των τραγουδιών και σέβεται το ήθος τους.